- αποσυρμα
- ἀπόσυρμαἀπό-συρμα-ατος τό стружка, обрезок
(ἀποσύρματα τῶν μετάλλων Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀποσύρματα τῶν μετάλλων Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απόσυρμα — ἀπόσυρμα, το (Α) [αποσύρω] 1. αυτό που αποσύρεται, που αφαιρείται, το εκλέπισμα, η εκδορά 2. σκουριές που μένουν μετά την επεξεργασία του μετάλλου … Dictionary of Greek
ἀπόσυρμα — that which is peeled cff neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσυρμάτων — ἀπόσυρμα that which is peeled cff neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσύρμασι — ἀπόσυρμα that which is peeled cff neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσύρμασιν — ἀπόσυρμα that which is peeled cff neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσύρματα — ἀπόσυρμα that which is peeled cff neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσύρματι — ἀπόσυρμα that which is peeled cff neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσύρματος — ἀπόσυρμα that which is peeled cff neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)